- σαλτάρω
- και σαλτέρνω Ν1. (αμτβ.) τινάζω το σώμα μου σε απόσταση για να αποφύγω ένα εμπόδιο, πηδώ ψηλά, αναπηδώ2. συνεκδ. κινούμαι με μεγάλη ταχύτητα3. μτφ. τρελαίνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. saltare «πηδώ» (βλ. και σάλτο)].
Dictionary of Greek. 2013.